περιμάντρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιμάντρωση | οι | περιμαντρώσεις |
| γενική | της | περιμάντρωσης | των | περιμαντρώσεων |
| αιτιατική | την | περιμάντρωση | τις | περιμαντρώσεις |
| κλητική | περιμάντρωση | περιμαντρώσεις | ||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιμάντρωση < περιμαντρώνω + -ση
Ουσιαστικό
περιμάντρωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιμαντρώνω
Μεταφράσεις
περιμάντρωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.