περιμαντρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
περιμαντρώνω (παθητική φωνή: περιμαντρώνομαι)
- (κυριολεκτικά) μαντρώνω τριγύρω, κλείνω κάποιον χώρο φτιάχνοντας μάντρα
- (μεταφορικά) περιορίζω
Συγγενικά
- περιμαντρωμένος
- περιμάντρωση
- → δείτε τις λέξεις περί και μάντρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιμαντρώνω | περιμάντρωνα | θα περιμαντρώνω | να περιμαντρώνω | περιμαντρώνοντας | |
| β' ενικ. | περιμαντρώνεις | περιμάντρωνες | θα περιμαντρώνεις | να περιμαντρώνεις | περιμάντρωνε | |
| γ' ενικ. | περιμαντρώνει | περιμάντρωνε | θα περιμαντρώνει | να περιμαντρώνει | ||
| α' πληθ. | περιμαντρώνουμε | περιμαντρώναμε | θα περιμαντρώνουμε | να περιμαντρώνουμε | ||
| β' πληθ. | περιμαντρώνετε | περιμαντρώνατε | θα περιμαντρώνετε | να περιμαντρώνετε | περιμαντρώνετε | |
| γ' πληθ. | περιμαντρώνουν(ε) | περιμάντρωναν περιμαντρώναν(ε) |
θα περιμαντρώνουν(ε) | να περιμαντρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιμάντρωσα | θα περιμαντρώσω | να περιμαντρώσω | περιμαντρώσει | ||
| β' ενικ. | περιμάντρωσες | θα περιμαντρώσεις | να περιμαντρώσεις | περιμάντρωσε | ||
| γ' ενικ. | περιμάντρωσε | θα περιμαντρώσει | να περιμαντρώσει | |||
| α' πληθ. | περιμαντρώσαμε | θα περιμαντρώσουμε | να περιμαντρώσουμε | |||
| β' πληθ. | περιμαντρώσατε | θα περιμαντρώσετε | να περιμαντρώσετε | περιμαντρώστε | ||
| γ' πληθ. | περιμάντρωσαν περιμαντρώσαν(ε) |
θα περιμαντρώσουν(ε) | να περιμαντρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιμαντρώσει | είχα περιμαντρώσει | θα έχω περιμαντρώσει | να έχω περιμαντρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιμαντρώσει | είχες περιμαντρώσει | θα έχεις περιμαντρώσει | να έχεις περιμαντρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιμαντρώσει | είχε περιμαντρώσει | θα έχει περιμαντρώσει | να έχει περιμαντρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιμαντρώσει | είχαμε περιμαντρώσει | θα έχουμε περιμαντρώσει | να έχουμε περιμαντρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιμαντρώσει | είχατε περιμαντρώσει | θα έχετε περιμαντρώσει | να έχετε περιμαντρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιμαντρώσει | είχαν περιμαντρώσει | θα έχουν περιμαντρώσει | να έχουν περιμαντρώσει |
| |
Μεταφράσεις
περιμαντρώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.