περικαρπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικαρπικός η περικαρπική το περικαρπικό
      γενική του περικαρπικού της περικαρπικής του περικαρπικού
    αιτιατική τον περικαρπικό την περικαρπική το περικαρπικό
     κλητική περικαρπικέ περικαρπική περικαρπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικαρπικοί οι περικαρπικές τα περικαρπικά
      γενική των περικαρπικών των περικαρπικών των περικαρπικών
    αιτιατική τους περικαρπικούς τις περικαρπικές τα περικαρπικά
     κλητική περικαρπικοί περικαρπικές περικαρπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περικαρπικός < περικάρπιο + -ικός < αρχαία ελληνική περικάρπιον < περί + καρπός

Επίθετο

περικαρπικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.