περικάρπιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | περικάρπιον | τὰ | περικάρπιᾰ |
| γενική | τοῦ | περικαρπίου | τῶν | περικαρπίων |
| δοτική | τῷ | περικαρπίῳ | τοῖς | περικαρπίοις |
| αιτιατική | τὸ | περικάρπιον | τὰ | περικάρπιᾰ |
| κλητική ὦ! | περικάρπιον | περικάρπιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περικαρπίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περικαρπίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περικάρπιον < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- περικάρπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.