περιθωριακά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
περιθωριακά
<
περιθωριακός
+
-ά
Επίρρημα
περιθωριακά
στο (
κοινωνικό
ή άλλο)
περιθώριο
Μεταφράσεις
περιθωριακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περιθωριακά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
περιθωριακό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.