περιηγούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιηγούμαι < αρχαία ελληνική περιηγέομαι / περιηγοῦμαι < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι

Ρήμα

περιηγούμαι

  1. ταξιδεύω σε έναν ξένο τόπο και τριγυρίζω είτε για αναψυχή είτε για μελέτη των μνημείων, του τρόπου ζωής των κατοίκων κ.λπ.
    περιηγήθηκε όλα τα χωριά της Πελοποννήσου (Προσοχή: δε λέμε «περιηγήθηκε σε»)
  2. (πληροφορική) χρησιμοποιώ το διαδίκτυο (σερφάρω)
    περιηγείται στο ίντερνετ για ώρες

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.