περιδιάβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιδιάβαση οι περιδιαβάσεις
      γενική της περιδιάβασης* των περιδιαβάσεων
    αιτιατική την περιδιάβαση τις περιδιαβάσεις
     κλητική περιδιάβαση περιδιαβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιδιαβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιδιάβαση < περιδιαβάζω + -ση

Ουσιαστικό

περιδιάβαση θηλυκό

  1. η χαλαρή περιήγηση σε έναν τόπο
  2. (μεταφορικά) μελέτη με μη συστηματικό χαρακτήρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.