σεργιανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σεργιανίζω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σεργιανίζω | σεργιάνιζα | θα σεργιανίζω | να σεργιανίζω | σεργιανίζοντας | |
| β' ενικ. | σεργιανίζεις | σεργιάνιζες | θα σεργιανίζεις | να σεργιανίζεις | σεργιάνιζε | |
| γ' ενικ. | σεργιανίζει | σεργιάνιζε | θα σεργιανίζει | να σεργιανίζει | ||
| α' πληθ. | σεργιανίζουμε | σεργιανίζαμε | θα σεργιανίζουμε | να σεργιανίζουμε | ||
| β' πληθ. | σεργιανίζετε | σεργιανίζατε | θα σεργιανίζετε | να σεργιανίζετε | σεργιανίζετε | |
| γ' πληθ. | σεργιανίζουν(ε) | σεργιάνιζαν σεργιανίζαν(ε) |
θα σεργιανίζουν(ε) | να σεργιανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σεργιάνισα | θα σεργιανίσω | να σεργιανίσω | σεργιανίσει | ||
| β' ενικ. | σεργιάνισες | θα σεργιανίσεις | να σεργιανίσεις | σεργιάνισε | ||
| γ' ενικ. | σεργιάνισε | θα σεργιανίσει | να σεργιανίσει | |||
| α' πληθ. | σεργιανίσαμε | θα σεργιανίσουμε | να σεργιανίσουμε | |||
| β' πληθ. | σεργιανίσατε | θα σεργιανίσετε | να σεργιανίσετε | σεργιανίστε | ||
| γ' πληθ. | σεργιάνισαν σεργιανίσαν(ε) |
θα σεργιανίσουν(ε) | να σεργιανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σεργιανίσει | είχα σεργιανίσει | θα έχω σεργιανίσει | να έχω σεργιανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σεργιανίσει | είχες σεργιανίσει | θα έχεις σεργιανίσει | να έχεις σεργιανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σεργιανίσει | είχε σεργιανίσει | θα έχει σεργιανίσει | να έχει σεργιανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σεργιανίσει | είχαμε σεργιανίσει | θα έχουμε σεργιανίσει | να έχουμε σεργιανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σεργιανίσει | είχατε σεργιανίσει | θα έχετε σεργιανίσει | να έχετε σεργιανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σεργιανίσει | είχαν σεργιανίσει | θα έχουν σεργιανίσει | να έχουν σεργιανίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.