περιδιάβασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιδιάβασμα τα περιδιαβάσματα
      γενική του περιδιαβάσματος των περιδιαβασμάτων
    αιτιατική το περιδιάβασμα τα περιδιαβάσματα
     κλητική περιδιάβασμα περιδιαβάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιδιάβασμα < περιδιαβάζω + -μα

Ουσιαστικό

περιδιάβασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.