περιδιαβάσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
περιδιαβάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιδιαβάζω
- θα περιδιαβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιδιαβάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
περιδιαβάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιδιάβαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.