δέρη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δέρη | αἱ | δέραι |
| γενική | τῆς | δέρης | τῶν | δερῶν |
| δοτική | τῇ | δέρῃ | ταῖς | δέραις |
| αιτιατική | τὴν | δέρην | τὰς | δέρᾱς |
| κλητική ὦ! | δέρη | δέραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δέρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δέραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δέρη θηλυκό
- αττικός τύπος του δειρή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 319 (319-320)
- ἰδού, πάρεστιν ἥδε φασγάνωι δέρη | κεντεῖν φονεύειν ἱέναι πέτρας ἄπο.
- Νά, είναι ο λαιμός μου εδώ ανοιχτός μπρος στο σπαθί σου, | να σκίσεις τον ή να με ρίξεις απ᾽ τα βράχια.
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- ἰδού, πάρεστιν ἥδε φασγάνωι δέρη | κεντεῖν φονεύειν ἱέναι πέτρας ἄπο.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 781 (780-781)
- οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον | σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
- Τρεχάτε! Φέρτε δίκοπο μαχαίρι | να κόψουμε το βρόχο απ᾽ το λαιμό της.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον | σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 229 (228-230)
- αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε, | καὶ πλέον ἢ βρόχῳ δέρην | οὐρανίῳ πελάσσαι;
- Συμφορά, που λες καλύτερ᾽ ας πεθάνω· | θα ᾽ναι λίγο το λαιμό μου να περάσω | σε θηλειά.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε, | καὶ πλέον ἢ βρόχῳ δέρην | οὐρανίῳ πελάσσαι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 319 (319-320)
Εκφράσεις
Πηγές
- δέρη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέρη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.