περιγραφέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιγραφέας οι περιγραφείς
      γενική του περιγραφέα των περιγραφέων
    αιτιατική τον περιγραφέα τους περιγραφείς
     κλητική περιγραφέα περιγραφείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιγραφέας < περιγραφ(ή) + -έας (δείτε και την ελληνιστική περιγραφεύς), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική descriptor (αυτό που περιγράφει) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

περιγραφέας αρσενικό

  1. (πληροφορική) πρόγραμμα/αλγόριθμος περιγραφής
  2. περιγραφική παράμετρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.