περιγραφέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περιγραφέας | οι | περιγραφείς |
| γενική | του | περιγραφέα | των | περιγραφέων |
| αιτιατική | τον | περιγραφέα | τους | περιγραφείς |
| κλητική | περιγραφέα | περιγραφείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιγραφέας < περιγραφ(ή) + -έας (δείτε και την ελληνιστική περιγραφεύς), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική descriptor (αυτό που περιγράφει) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
περιγραφέας αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα/αλγόριθμος περιγραφής
- περιγραφική παράμετρος
Μεταφράσεις
περιγραφέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.