descriptor

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /dɪˈskɹɪptə(ɹ)/

Ουσιαστικό

descriptor (en)

  1. περιγραφέας
  2. (πληροφορική) ένας θετικός ακέραιος αριθμός που αναφέρεται σε ένα αρχείο (file) ή σε κάποια ροή δεδομένων (stream), δημιουργείται από το λειτουργικό σύστημα και χρησιμοποιείται από τα προγράμματα
    Υπώνυμα: file descriptor ή file handle για τα αρχεία και socket descriptor για τις ροές δεδομένων
  3. (βάσεις δεδομένων) περιγραφικό γνώρισμα
     αντώνυμα: candidate key

Συγγενικά

  • descriptor στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.