περίχυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίχυτος | η | περίχυτη | το | περίχυτο |
| γενική | του | περίχυτου | της | περίχυτης | του | περίχυτου |
| αιτιατική | τον | περίχυτο | την | περίχυτη | το | περίχυτο |
| κλητική | περίχυτε | περίχυτη | περίχυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίχυτοι | οι | περίχυτες | τα | περίχυτα |
| γενική | των | περίχυτων | των | περίχυτων | των | περίχυτων |
| αιτιατική | τους | περίχυτους | τις | περίχυτες | τα | περίχυτα |
| κλητική | περίχυτοι | περίχυτες | περίχυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίχυτος < μεσαιωνική ελληνική περίχυτος[1] < ελληνιστική κοινή περιχύτης < αρχαία ελληνική περί + χέω
Μεταφράσεις
περίχυτος
|
- περίχυτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.