περίσκιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίσκιος η περίσκια το περίσκιο
      γενική του περίσκιου της περίσκιας του περίσκιου
    αιτιατική τον περίσκιο την περίσκια το περίσκιο
     κλητική περίσκιε περίσκια περίσκιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίσκιοι οι περίσκιες τα περίσκια
      γενική των περίσκιων των περίσκιων των περίσκιων
    αιτιατική τους περίσκιους τις περίσκιες τα περίσκια
     κλητική περίσκιοι περίσκιες περίσκια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περίσκιος < ελληνιστική κοινή περίσκῐος < αρχαία ελληνική περί + σκιά

Επίθετο

περίσκιος

  1. (αρχαιοπρεπές) που ρίχνει τριγύρω του σκιά
  2. (αρχαιοπρεπές) που δέχεται σκιά τριγύρω του

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη σκιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.