περίσκιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίσκιος | η | περίσκια | το | περίσκιο |
| γενική | του | περίσκιου | της | περίσκιας | του | περίσκιου |
| αιτιατική | τον | περίσκιο | την | περίσκια | το | περίσκιο |
| κλητική | περίσκιε | περίσκια | περίσκιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίσκιοι | οι | περίσκιες | τα | περίσκια |
| γενική | των | περίσκιων | των | περίσκιων | των | περίσκιων |
| αιτιατική | τους | περίσκιους | τις | περίσκιες | τα | περίσκια |
| κλητική | περίσκιοι | περίσκιες | περίσκια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίσκιος < ελληνιστική κοινή περίσκῐος < αρχαία ελληνική περί + σκιά
Επίθετο
περίσκιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.