περίπτυξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίπτυξῐς αἱ περιπτύξεις
      γενική τῆς περιπτύξεως τῶν περιπτύξεων
      δοτική τῇ περιπτύξει ταῖς περιπτύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίπτυξῐν τὰς περιπτύξεις
     κλητική ! περίπτυξῐ περιπτύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπτύξει
γεν-δοτ τοῖν  περιπτυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίπτυξις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: περίπτυξη

Ουσιαστικό

περίπτυξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.