περίμετρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περίμετρος | οι | περίμετροι (περίμετρες) |
| γενική | της | περιμέτρου | των | περιμέτρων |
| αιτιατική | την | περίμετρο | τις | περιμέτρους (περίμετρες) |
| κλητική | περίμετρε (περίμετρο) | περίμετροι (περίμετρες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίμετρος (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίμετρος (εννοείται: γραμμή) → δείτε περί-, μέτρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.me.tɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐με‐τρος
Ουσιαστικό
περίμετρος θηλυκό (γεωμετρία)
- η γραμμή που περικλείει ένα σχήμα
- το μήκος αυτής της γραμμής
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- περίμετρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίμετρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.