πεπονόφλουδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεπονόφλουδα οι πεπονόφλουδες
      γενική της πεπονόφλουδας των (πεπονόφλουδων)
    αιτιατική την πεπονόφλουδα τις πεπονόφλουδες
     κλητική πεπονόφλουδα πεπονόφλουδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεπονόφλουδα < πεπόν(ι) + -ό- + φλούδα

Ουσιαστικό

πεπονόφλουδα θηλυκό

  1. ολόκληρη η φλούδα ή ένα τμήμα από τη φλούδα του πεπονιού
  2. (μεταφορικά) κάθε τι το οποίο μπορεί εύκολα να παρασύρει κάποιον και να κάνει σφάλματα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.