πεπλόγλαυκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεπλόγλαυκα | οι | πεπλόγλαυκες |
| γενική | της | πεπλόγλαυκας | — | |
| αιτιατική | την | πεπλόγλαυκα | τις | πεπλόγλαυκες |
| κλητική | πεπλόγλαυκα | πεπλόγλαυκες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈplo.ɣlaf.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πλό‐γλαυ‐κα
Ουσιαστικό
πεπλόγλαυκα θηλυκό
- (πτηνό) γενική ονομασία για γλαυκόμορφα πουλιά που ανήκουν στους Τυτονίδες (Tytonidae), όπως οι κουκουβάγιες
- ※ Η τυτώ (ή πεπλόγλαυκα) δεν θεωρείται απειλούμενο είδος στη χώρα μας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η εξάπλωσή της περιορίζεται συνεχώς. (Η τυτώ ξανασυστήνεται, 4/6/2018, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, )
-
Τυτώ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πεπλόγλαυκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.