τυτώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυτώ | ||
| γενική | της | τυτώς & τυτούς | ||
| αιτιατική | την | τυτώ | ||
| κλητική | τυτώ | |||
| Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
| Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τυτώ
Ετυμολογία
- τυτώ < (ελληνιστική κοινή) τυτώ
-
τυτώ στη Βικιπαίδεια

| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Από ποια πηγή οι τύποι του πληθυντικού? ‑‑Sarri.greek ♫ | 19:01, 30 Δεκεμβρίου 2021 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τυτώ | ||||||
| γενική | τῆς | τυτοῦς | ||||||
| δοτική | τῇ | τυτοῖ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | τυτώ | ||||||
| κλητική ὦ! | τυτοῖ | |||||||
| Ο πληθυντικός κατά τη β' κλίση: αἱ τυτοί, τῶν τυτῶν | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- τυτώ < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- τυτώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Τ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.