τυτώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η τυτώ
      γενική της τυτώς
& τυτούς
    αιτιατική την τυτώ
     κλητική τυτώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τυτώ

Ετυμολογία

τυτώ < (ελληνιστική κοινή) τυτώ

Ουσιαστικό

τυτώ θηλυκό



Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Από ποια πηγή οι τύποι του πληθυντικού? Sarri.greek  | 19:01, 30 Δεκεμβρίου 2021 (UTC)

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τυτώ
      γενική τῆς τυτοῦς
      δοτική τῇ τυτοῖ
    αιτιατική τὴν τυτώ
     κλητική ! τυτοῖ
Ο πληθυντικός κατά τη β' κλίση: αἱ τυτοί, τῶν τυτῶν
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυτώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

τυτώ θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.