πεντόφραγκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντόφραγκο τα πεντόφραγκα
      γενική του πεντόφραγκου των πεντόφραγκων
    αιτιατική το πεντόφραγκο τα πεντόφραγκα
     κλητική πεντόφραγκο πεντόφραγκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντόφραγκο < πεντό- + φράγκο

Ουσιαστικό

πεντόφραγκο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) νόμισμα πέντε φράγκων
  2. (μεταφορικά) το πεντάδραχμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.