δίφραγκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίφραγκο τα δίφραγκα
      γενική του δίφραγκου των δίφραγκων
    αιτιατική το δίφραγκο τα δίφραγκα
     κλητική δίφραγκο δίφραγκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίφραγκο < (δις) δί- + φράγκο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.fɾaŋ.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίφραγκο

Ουσιαστικό

δίφραγκο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, οικείο, νόμισμα) κέρμα δύο δραχμών
     συνώνυμα: δίδραχμο (επίσημο)
  2. (σπάνιο, οικείο, νόμισμα) δίευρο

Εκφράσεις

  • τέρμα τα δίφραγκα: για να δηλωθεί ότι κάτι έχει τελειώσει ή ότι έχει παρθεί οριστική τελική απόφαση

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις φράγκο και Φράγκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.