πεναλτάκιας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεναλτάκιας οι πεναλτάκηδες
      γενική του πεναλτάκια των πεναλτάκηδων
    αιτιατική τον πεναλτάκια τους πεναλτάκηδες
     κλητική πεναλτάκια πεναλτάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεναλτάκιας < πέναλτ(ι) + -άκιας

Ουσιαστικό

πεναλτάκιας αρσενικό

  1. (αργκό) τερματοφύλακας που αποκρούει συχνά πέναλτι
  2. (αργκό) παίκτης που αναλαμβάνει συχνά να εκτελέσει πέναλτι (με επιτυχημένο τρόπο)
  3. (αργκό) κάποιος που έχει ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής

  • πεναλντάκιας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.