πεναλτάκιας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεναλτάκιας | οι | πεναλτάκηδες |
| γενική | του | πεναλτάκια | των | πεναλτάκηδων |
| αιτιατική | τον | πεναλτάκια | τους | πεναλτάκηδες |
| κλητική | πεναλτάκια | πεναλτάκηδες | ||
| Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πεναλτάκιας αρσενικό
- (αργκό) τερματοφύλακας που αποκρούει συχνά πέναλτι
- (αργκό) παίκτης που αναλαμβάνει συχνά να εκτελέσει πέναλτι (με επιτυχημένο τρόπο)
- (αργκό) κάποιος που έχει ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής
- πεναλντάκιας
Μεταφράσεις
πεναλτάκιας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.