πεμπτημόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεμπτημόριο τα πεμπτημόρια
      γενική του πεμπτημορίου
& πεμπτημόριου
των πεμπτημορίων
    αιτιατική το πεμπτημόριο τα πεμπτημόρια
     κλητική πεμπτημόριο πεμπτημόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεμπτημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεμπτημόριον < (πέμπτος) πέμπτη- + μόριον [1]

Ουσιαστικό

πεμπτημόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.