πεμπτημόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεμπτημόριο | τα | πεμπτημόρια |
| γενική | του | πεμπτημορίου & πεμπτημόριου |
των | πεμπτημορίων |
| αιτιατική | το | πεμπτημόριο | τα | πεμπτημόρια |
| κλητική | πεμπτημόριο | πεμπτημόρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεμπτημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεμπτημόριον < (πέμπτος) πέμπτη- + μόριον [1]
Αναφορές
- πεμπτημόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.