πεμπτημόριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πεμπτημόριον | τὰ | πεμπτημόριᾰ |
| γενική | τοῦ | πεμπτημορίου | τῶν | πεμπτημορίων |
| δοτική | τῷ | πεμπτημορίῳ | τοῖς | πεμπτημορίοις |
| αιτιατική | τὸ | πεμπτημόριον | τὰ | πεμπτημόριᾰ |
| κλητική ὦ! | πεμπτημόριον | πεμπτημόριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεμπτημορίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεμπτημορίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεμπτημόριον < (πέμπτος) πεμπτη- + μόριον
Πηγές
- πεμπτημόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.