πελερίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πελερίνα | οι | πελερίνες |
| γενική | της | πελερίνας | των | (πελερινών) |
| αιτιατική | την | πελερίνα | τις | πελερίνες |
| κλητική | πελερίνα | πελερίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πελερίνα < γαλλική pèlerine
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.