πεζότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζότητα οι πεζότητες
      γενική της πεζότητας των πεζοτήτων
    αιτιατική την πεζότητα τις πεζότητες
     κλητική πεζότητα πεζότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζότητα < πεζ(ός) + -ότητα, απόδοση για τη γαλλική prosaïsme[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈzo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεζότητα

Ουσιαστικό

πεζότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.