πεζολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεζολογία | οι | πεζολογίες |
| γενική | της | πεζολογίας | των | πεζολογιών |
| αιτιατική | την | πεζολογία | τις | πεζολογίες |
| κλητική | πεζολογία | πεζολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πεζολογία θηλυκό
- λόγος ανιαρός που μοιάζει με πεζό, χωρίς λυρικότητα ή καλαισθησία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πεζολογία
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πεζολογίᾱ | αἱ | πεζολογίαι |
| γενική | τῆς | πεζολογίᾱς | τῶν | πεζολογιῶν |
| δοτική | τῇ | πεζολογίᾳ | ταῖς | πεζολογίαις |
| αιτιατική | τὴν | πεζολογίᾱν | τὰς | πεζολογίᾱς |
| κλητική ὦ! | πεζολογίᾱ | πεζολογίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζολογίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεζολογίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεζολογία < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- πεζολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.