πεδίκλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεδίκλωμα τα πεδικλώματα
      γενική του πεδικλώματος των πεδικλωμάτων
    αιτιατική το πεδίκλωμα τα πεδικλώματα
     κλητική πεδίκλωμα πεδικλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεδίκλωμα < πεδικλώνω + -μα

Ουσιαστικό

πεδίκλωμα ουδέτερο

  1. το δέσιμο των ποδιών με πέδικλο
  2. η παρεμβολή ενός εμποδίου, ώστε κάποιος να σκοντάψει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.