περδούκλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περδούκλωμα τα περδουκλώματα
      γενική του περδουκλώματος των περδουκλωμάτων
    αιτιατική το περδούκλωμα τα περδουκλώματα
     κλητική περδούκλωμα περδουκλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περδούκλωμα < περδουκλώνω + -μα

Ουσιαστικό

περδούκλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.