πατόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πατόξυλο | τα | πατόξυλα |
| γενική | του | πατόξυλου | των | πατόξυλων |
| αιτιατική | το | πατόξυλο | τα | πατόξυλα |
| κλητική | πατόξυλο | πατόξυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατόξυλο < (αρχαία ελληνική) πάτ(ος) (πάτωμα) + -ό- + ξύλο
Ουσιαστικό
πατόξυλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
πατόξυλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.