πατερναλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατερναλιστικός η πατερναλιστική το πατερναλιστικό
      γενική του πατερναλιστικού της πατερναλιστικής του πατερναλιστικού
    αιτιατική τον πατερναλιστικό την πατερναλιστική το πατερναλιστικό
     κλητική πατερναλιστικέ πατερναλιστική πατερναλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατερναλιστικοί οι πατερναλιστικές τα πατερναλιστικά
      γενική των πατερναλιστικών των πατερναλιστικών των πατερναλιστικών
    αιτιατική τους πατερναλιστικούς τις πατερναλιστικές τα πατερναλιστικά
     κλητική πατερναλιστικοί πατερναλιστικές πατερναλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πατερναλιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paternalistic[1] < paternal < λατινική paternus < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr

Επίθετο

πατερναλιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.