πασσαλοπήκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πασσαλοπήκτης | οι | πασσαλοπήκτες |
| γενική | του | πασσαλοπήκτη | των | πασσαλοπηκτών |
| αιτιατική | τον | πασσαλοπήκτη | τους | πασσαλοπήκτες |
| κλητική | πασσαλοπήκτη | πασσαλοπήκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πασσαλοπήκτης αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πασσαλόπηγμα, πάσσαλος και μπήγω
Μεταφράσεις
πασσαλοπήκτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.