πασαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πασαδόρος | οι | πασαδόροι |
| γενική | του/της | πασαδόρου | των | πασαδόρων |
| αιτιατική | τον/την | πασαδόρο | τους/τις | πασαδόρους |
| κλητική | πασαδόρε | πασαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πασάρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.