πασάρω

Νέα ελληνικά (el)

πασάροντας στο μπάσκετ

Ετυμολογία

πασάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική passare < λατινική passum, σουπίνο του pando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈsa.ɾo/

Ρήμα

πασάρω (παθητική φωνή: πασάρομαι)

  1. (αθλητισμός) κάνω πάσα, ρίχνω την μπάλα σε συμπαίκτη
  2. (λαϊκότροπο) δίνω
  3. (λαϊκότροπο) λέω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.