παρωπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρωπίδα | οι | παρωπίδες |
| γενική | της | παρωπίδας | των | παρωπίδων |
| αιτιατική | την | παρωπίδα | τις | παρωπίδες |
| κλητική | παρωπίδα | παρωπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Άλογο με μαύρες παρωπίδες.
Ετυμολογία
- παρωπίδα < αρχαία ελληνική παρωπίς
Ουσιαστικό
παρωπίδα θηλυκό
- δερμάτινη καλύπτρα που τίθεται ανά ζεύγος πλευρικά των ματιών των ζεμένων ζώων, αναφέρεται κυρίως στον πληθυντικό παρωπίδες.
- (μεταφορικά) στενότητα αντίληψης, μονόπλευρη αντίληψη
Εκφράσεις
- * φοράει παρωπίδες: δεν βλέπει όλη την πραγματικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.