œillère
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
œillère
œillères
Ουσιαστικό
œillère
(fr)
θηλυκό
άλλοτε, μέρος του
κράνους
που κατέβαινε και κάλυπτε τα
μάτια
δερμάτινη
παρωπίδα
του
αλόγου
που το εμποδίζει να βλέπει στο πλάι
μικρό οβάλ σκεύος που χρησιμοποιείται για την πλύση των ματιών
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.