παρωθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρωθητικός η παρωθητική το παρωθητικό
      γενική του παρωθητικού της παρωθητικής του παρωθητικού
    αιτιατική τον παρωθητικό την παρωθητική το παρωθητικό
     κλητική παρωθητικέ παρωθητική παρωθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρωθητικοί οι παρωθητικές τα παρωθητικά
      γενική των παρωθητικών των παρωθητικών των παρωθητικών
    αιτιατική τους παρωθητικούς τις παρωθητικές τα παρωθητικά
     κλητική παρωθητικοί παρωθητικές παρωθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρωθητικός < παρωθώ + -τικός

Επίθετο

παρωθητικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • παρωθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.