παρωθώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρωθώ | παρωθούσα | θα παρωθώ | να παρωθώ | παρωθώντας | |
| β' ενικ. | παρωθείς | παρωθούσες | θα παρωθείς | να παρωθείς | (παρώθει) | |
| γ' ενικ. | παρωθεί | παρωθούσε | θα παρωθεί | να παρωθεί | ||
| α' πληθ. | παρωθούμε | παρωθούσαμε | θα παρωθούμε | να παρωθούμε | ||
| β' πληθ. | παρωθείτε | παρωθούσατε | θα παρωθείτε | να παρωθείτε | παρωθείτε | |
| γ' πληθ. | παρωθούν(ε) | παρωθούσαν(ε) | θα παρωθούν(ε) | να παρωθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρώθησα | θα παρωθήσω | να παρωθήσω | παρωθήσει | ||
| β' ενικ. | παρώθησες | θα παρωθήσεις | να παρωθήσεις | παρώθησε | ||
| γ' ενικ. | παρώθησε | θα παρωθήσει | να παρωθήσει | |||
| α' πληθ. | παρωθήσαμε | θα παρωθήσουμε | να παρωθήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρωθήσατε | θα παρωθήσετε | να παρωθήσετε | παρωθήστε | ||
| γ' πληθ. | παρώθησαν παρωθήσαν(ε) |
θα παρωθήσουν(ε) | να παρωθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρωθήσει | είχα παρωθήσει | θα έχω παρωθήσει | να έχω παρωθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρωθήσει | είχες παρωθήσει | θα έχεις παρωθήσει | να έχεις παρωθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρωθήσει | είχε παρωθήσει | θα έχει παρωθήσει | να έχει παρωθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρωθήσει | είχαμε παρωθήσει | θα έχουμε παρωθήσει | να έχουμε παρωθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρωθήσει | είχατε παρωθήσει | θα έχετε παρωθήσει | να έχετε παρωθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρωθήσει | είχαν παρωθήσει | θα έχουν παρωθήσει | να έχουν παρωθήσει |
| |
Αναφορές
- παρωθώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παρωθώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.