παρωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωδία οι παρωδίες
      γενική της παρωδίας των παρωδιών
    αιτιατική την παρωδία τις παρωδίες
     κλητική παρωδία παρωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρωδία < αρχαία ελληνική παρῳδία

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾoˈði̯a/

Ουσιαστικό

παρωδία θηλυκό

  1. σκωπτική παραποίηση σοβαρού λογοτεχνικού έργου
  2. γελοιοποίηση γεγονότος
    παρωδία εκλογών

3.Παρωδία είναι η διακωμώδηση της τραγωδίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.