παροχέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παροχέας οι παροχείς
      γενική του παροχέα των παροχέων
    αιτιατική τον παροχέα τους παροχείς
     κλητική παροχέα παροχείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παροχέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροχ(εύς) + -έας < αρχαία ελληνική παρέχω
μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική provider κατά την ΕΛΕΤΟ[1]

Ουσιαστικό

παροχέας αρσενικό

  • άλλη μορφή του πάροχος, μορφή με κατάληξη δημοτικής του παροχεύς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.