παροχέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παροχέας | οι | παροχείς |
| γενική | του | παροχέα | των | παροχέων |
| αιτιατική | τον | παροχέα | τους | παροχείς |
| κλητική | παροχέα | παροχείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παροχέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροχ(εύς) + -έας < αρχαία ελληνική παρέχω
- μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική provider κατά την ΕΛΕΤΟ[1]
Αναφορές
Πηγές
- Σαραντάκος, Νίκος. Πάροχος εναντίον παροχέα 2009.04.09 sarantakos.wordpress.com
- «παροχεύς» (ελληνιστική, μεσαιωνική) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.