παρθενογενεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρθενογενεσία οι παρθενογενεσίες
      γενική της παρθενογενεσίας των παρθενογενεσιών
    αιτιατική την παρθενογενεσία τις παρθενογενεσίες
     κλητική παρθενογενεσία παρθενογενεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρθενογενεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parthénogenèse + -ία < αρχαία ελληνική παρθένος + γένεσις

Προφορά

ΔΦΑ : /paɾ.θe.no.ʝe.neˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρθενογενεσία

Ουσιαστικό

παρθενογενεσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.