παρθενικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρθενικότητα οι παρθενικότητες
      γενική της παρθενικότητας των παρθενικοτήτων
    αιτιατική την παρθενικότητα τις παρθενικότητες
     κλητική παρθενικότητα παρθενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρθενικότητα < παρθενικός + -ότητα

Ουσιαστικό

παρθενικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κανείς παρθενικός, η ιδιότητα του παρθενικού, του παρθένου
    η παρθενικότητα της φύσης
  2. (μεταφορικά) αθωότητα, αγνότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.