υπεισέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπεισέρχομαι < υπό + εις + έρχομαι

Ρήμα

υπεισέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. διεισδύω, εισχωρώ, εισδύω κάπου κρυφά με επιτήδειο τρόπο και όχι φανερό
  2. προχωρώ στην εξέταση ενός θέματος, μπαίνω
    στην ομιλία του ανέπτυξε το θέμα της μόλυνσης και υπεισήλθε και σε άλλα ζητήματα
    σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται το πρόβλημα των...
  3. παρεμβαίνω
    κατά την πορεία της υπόθεσης υπεισήλθαν και κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.