υπεισέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
υπεισέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- διεισδύω, εισχωρώ, εισδύω κάπου κρυφά με επιτήδειο τρόπο και όχι φανερό
- προχωρώ στην εξέταση ενός θέματος, μπαίνω
- στην ομιλία του ανέπτυξε το θέμα της μόλυνσης και υπεισήλθε και σε άλλα ζητήματα
- σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται το πρόβλημα των...
- παρεμβαίνω
- κατά την πορεία της υπόθεσης υπεισήλθαν και κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες
Μεταφράσεις
υπεισέρχομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.