φρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φρέω < φρ- (μηδενική βαθμίδα του φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰer- φέρω)

Ρήμα

φρέω

  • Το ρήμα αυτό απαντά μόνο σύνθετο[1]: διαφρέω, εἰσφρέω, ἐκφρέω, ἐπεισφρέω, παρεισφρέω

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας., λήμμα φρέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.