παρεγγραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεγγραφή οι παρεγγραφές
      γενική της παρεγγραφής των παρεγγραφών
    αιτιατική την παρεγγραφή τις παρεγγραφές
     κλητική παρεγγραφή παρεγγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρεγγραφή < παρεγγράφ(ω) + . (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + εγγραφή

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeŋ.ɣɾaˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεγγραφή

Ουσιαστικό

παρεγγραφή θηλυκό

  • (νομικός όρος) η αντικανονική αναγραφή λέξης σε νομικό έγγραφο όπως ανάμεσα στα κενά των γραμμών ενός κειμένου ή ... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    1. (που διορθώνεται)
        20ός αιώνας opengov.gr πρόσβαση:2023.04.14.
      Σε περίπτωση διόρθωσης επί της πράξεως εκκαθάρισης της δαπάνης, οι διορθωτέοι αριθμοί ή οι διορθωτέες λέξεις διαγράφονται με μία μόνη ερυθρά γραμμή, η δε αναγραφή του ορθού γίνεται με παραπομπή ή με παρεγγραφή. Οι διορθώσεις αυτές μονογράφονται από τον υπάλληλο που εκκαθαρίζει τη δαπάνη,
    2. (που δε γίνεται δεκτή)
        19ος αιώνας «Διάταγμα περί διαιρέσεως των ενοριών κατά πόλεις, κωμοπόλεις και χωρία», Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθ. 26, 26 Ιουνίου 1856. @books.google
      Περὶ τῆς τακτικῆς κρατήσεως τῶν βιβλίων, ἄνευ σβέσματος, ξέσματος, ἣ παρεγγραφῆς, ἡ Κυβέρνησις καὶ ἡ Ἰερὰ Σύνοδος θέλουσι πληροφορεῖσθαι ἑκάστοτε δι’ ἐπίτηδες ἀπεσταλμένου, ὁπουδήποτε ἣ ὁποτεδήποτε ἥθελον κρίνει ἐκ συμφώνου ἀναγκαίαν τοιαύτην ἀποστολήν.
        20ός αιώνας
        Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.
      Αστικός Κώδικας, «άρθρο 1721 - Ιδιόγραφη διαθήκη», @ministryofjustice.gr
        Ότι η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη, διότι γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπεγράφη από τον εναγόμενο και επιπλέον, διότι στο κείμενο αυτής υπάρχουν οι αναφερόμενες στην αγωγή παρεγγραφές, με τις οποίες βεβαιώθηκε από τον εναγόμενο, αλλά και από έτερο μάρτυρα το γνήσιο της υπογραφής του αποβιώσαντος συζύγου της.
      Αριθμός Απόφασης 313/2019, Εφετείο Πειραιώς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.