παρείσδυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρείσδυση οι παρεισδύσεις
      γενική της παρείσδυσης* των παρεισδύσεων
    αιτιατική την παρείσδυση τις παρεισδύσεις
     κλητική παρείσδυση παρεισδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεισδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρείσδυση < ελληνιστική κοινή παρείσδυσις < αρχαία ελληνική παρεισδύομαι < δύω

Ουσιαστικό

παρείσδυση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.