παραχώσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραχώσιμο | τα | παραχωσίματα |
| γενική | του | παραχωσίματος | των | παραχωσιμάτων |
| αιτιατική | το | παραχώσιμο | τα | παραχωσίματα |
| κλητική | παραχώσιμο | παραχωσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxo.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χώ‐σι‐μο
Μεταφράσεις
παραχώσιμο
|
Αναφορές
- όπως χώσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- «παραχώνω» (& παραχώσιμο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.