παραφυάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφυάδα οι παραφυάδες
      γενική της παραφυάδας των παραφυάδων
    αιτιατική την παραφυάδα τις παραφυάδες
     κλητική παραφυάδα παραφυάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραφυάδα < αρχαία ελληνική παραφυάς < παραφύομαι

Ουσιαστικό

παραφυάδα θηλυκό

  1. ο νεαρός βλαστός που βγαίνει δίπλα στον κύριο βλαστό του φυτού
  2. (μεταφορικά) το παρακλάδι

Σημειώσεις

  • πολλοί συγχέουν τον πολλαπλασιασμό με παραφυάδες, κατά τον οποίο μεταφυτεύονται οι παραφυάδες του φυτού, με τον πολλαπλασιασμό με καταβολάδες κατά τον οποίο ένα τμήμα του βλαστού, χωρίς να αποκοπεί, φυτεύεται και δημιουργεί νέο φυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.