ramification
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
ramification (en)
- επίπτωση, αντίκτυπος, συνέπειες, επιπτώσεις, επακόλουθα
- επίπτωση που περιπλέκει περισσότερο ένα πρόβλημα
- περαιτέρω προεκβολές γεγονότος (συνήθως προβλήματος μα όχι αναγκαστικά)
- παραγοντοποίηση αρχικής πηγής σε παράγωγα, διακλάδωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.