ramification

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

ramification (en)

  1. επίπτωση, αντίκτυπος, συνέπειες, επιπτώσεις, επακόλουθα
    • επίπτωση που περιπλέκει περισσότερο ένα πρόβλημα
    • περαιτέρω προεκβολές γεγονότος (συνήθως προβλήματος μα όχι αναγκαστικά)
  2. παραγοντοποίηση αρχικής πηγής σε παράγωγα, διακλάδωση

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
ramification ramifications

Ουσιαστικό

ramification (fr) θηλυκό

des ramifications sous-terraines
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.